Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Οι Dark Nightmare στις 4 Ιουνίου στο Roadhouse





Ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα του Heavy Metal στη βόρεια Ελλάδα οι Dark Nightmare, που έχουν παίξει με συγκροτήματα όπως οι Omen, Sacred Steel, Blitzkrieg, Nazareth, Socrates, Piledriver, Defender, Holy Martyr, Tokyo Blade, Twisted Tower Dire, Manilla Road, Brocas Helm θα εμφανιστεί στο Roadhouse Blues Club στις 4 Ιουνίου για μια καυτή μεταλλική βραδιά. Το πρόσφατο άλμπουμ τους The Human Liberty είχε πολύ καλές κριτικές όπως αυτή από το Rocking.gr.


Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Dark Nightmare - Hawks Of War




Οι DARK NIGHTMARE σύντομα στο Roadhouse Club


"UNDER WRAPS'': Η «ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ» ΕΝΟΣ ΚΥΚΝΕΙΟΥ ΑΣΜΑΤΟΣ ΣΤΑ 1984 του Σωτήρη Ραπτόπουλου (2006)




Σ.Σ.:Το κείμενο αυτό γράφτηκε για ένα "φανζίν" των Ιωαννίνων με τον περίεργο τίτλο "ΜΑΜΑ ΣΤΕΙΛΕ ΛΕΦΤΑ", το οποίο όμως σταμάτησε να κυκλοφορεί το 2006 και έτσι έμεινε στα αζήτητα.

Θυμάται κανείς την δεκαετία του 1980,'

Αν ήσαστε, τότε, δεκαπέντε έως εικοσιπέντε ετών [όπως ήμουν εγώ] _πράγμα που σημαίνει όπ είστε τώρα σαραντάρηδες_ είναι σίγουρο ότι την θυμόσαστε καλά.' Η πετρελαϊκή κρίση «περνούσε», η Σοβιεττκή'Ενωση έδυε, μέσα στο μόρφωμα της Περεστρόϊκα, και οι ορμόνες άρχιζαν να βράζουν.

Αλλά, τι κάθομαι και τσαμπουνάω,' Το πρώτο πράγμα που θα θυμόσαστε [εκτός και αν ανήκατε στα προνομιούχα στρώματα] ήταν ότι δεν υπήρχαν καθόλου λεφτά. Kατ αρχάς, το «ρευστό» από τις παροχές της Ευρωπάίκής'Ενωσης δεν είχε ακόμη αλλάξει τον ελληνικό οικονομικό χάρτη. Δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι «οικονομικοί μετανάστες» (το ελληνικό και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο δεν είχε προχωρήσει ακόμη στην, κατά Μάρξ,«εισαγωγή της διαιωνιζόμενης μισθωτής δουλείας»). Μετά, οι νέοι είχαν ξεμάθει να διασκεδάζουν_ η ταβέρνα δεν τους «πήγαινε», η μπουάτ δεν έφτιαχνε ,πια, κέφι ,και οι βράδυνες πολιτικές συνάξεις στις μεγάλες κυκλαδίτικες παραλίες είχαν τελειώσει μαζί με τα ιδεολογικά θεματολόγια που εισήγαγαν κάποτε...

Για πρώτη φορά στην Ιστορία, ο έλληνας έφηβος ντρεπόταν που δεν είχε λεφτά να διασκεδάσει –γιιατί η δια σκέδαση, πια, γινόταν κατά μόνας ή σε ζεύγη: Η «παρέα» πέθαινε ή μετατρεπόταν στην ευκαιριακή, «σπγμιαία» παρέα -χωρίς το στοιχείο της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της.

Στην [κρατική, ακόμη] τηλεόραση έβγαιναν οι πρώτες εκπομπές μουσικού περιεχομένου [με περιορισμένο, τότε, υλικό] -και οι «Σαββαθιανοί και Σκορπιονάδες»,μαυροντυμένοι τριαντάρηδες, έβλεπαν εμβρόντητοι τα είδωλά τους να ενστερνίζονται τον νέο μουσικό ήχο, να τους προδίδουν, δηλαδή .εκείνους, που έφαγαν για χατήρι τους τα νιάτα τους στο περιθώριο! Οι αναρχικοί βρισκόταν στο ζενίθ της δημοττκότητάς τους -και οι πολιτικές νεολαίες στο ναδίρ της δικής τους. Ο φοιτητόκοσμος δεν ήθελε να αλλάξει τον κόσμο -ήθελε να τελείωσα την σχολή του και να βρει δουλειά «πριν κλείσει η επετηρίδα».

Η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να βάλει «το κυπριακό στο ράφι» -και η Αθήνα μεταμορφωνόταν οριστικά στο τέρας που ξέρουμε και σήμερα [αφού το «καυσαέριο» μετονομαζόταν και επίσημα σε «νέφος» -και εγκρίνονταν τα σχέδια της μετατροπής και της υπόλοιπης Ατπκής σε "περιασπκό δάσος»].

Τα «βίντεο κλίπ» αντικαθ ιστούσαν τα τραγούδια ,με το πρόσχημα της οππκής επένδυσης, και έκαναν την φράση «είδες το καινούργιο κομμάπ των Μέν Γουΐδάουτ Χάτς,'» την νέα φράση- κλειδί. Ένα καινούργιο καταναλωτικό προϊόν, το οπτικοποιημένο (ξένο) τραγούδι (τα πρώτα ελληνικά «κλιπάκια» δεν «βγήκαν», ουσιασπκά, παρά στα τέλη της δεκαετίας) έκαναν τα θερινά υπαίθρια μπαράκια με τηλεόραση & βίντεο [θυμόσαστε το κατακλυσμιαίο καλοκαίρι του 1983,' ] το εισιτήριο σε έναν νέο κόσμο κατανάλωσης και καταξίωσης - και το απωθημένο του στερημένου νεοέλληνα τηνέϊτζερ. Δεν είχε πλέον την στάμπα του «αλλοτριωμένου από την ξένη κουλτούρα», δεν ήταν ο «γιεγιές» _ η «νέα τάξη» δεν τον είχε σταμπάρει -ώστε να μην του δώσει και τα εύσημα-ήταν,όμως, άφραγκος -κι' αυτή η λέξη ήταν,πια, μειωτική,για πρώτη φορά η έλλειψη χρημάτων ήταν γι'αυτόν και αποκλεισμός από την κουλτούρα, δεν είχε λεφτά να μετάσχει [να δεί, να κρίνει, να αρνηθεί (αν δεν ενέκρινε) την νέα μουσική κουλτούρα].

Κάποιοι θα κάνουν αναπόφευκτα τον συνειρμό, και θα ανακαλύψουν πάλι τα δημοσιεύματα των αριστερών εφημερίδων και εντύπων ,που έβριζαν δειλούς και ακαλλιέργητους αυτούς τους εφήβους... Αυτούς, δηλαδή, που δεν είχε προλάβει κανείς να αλλοτριώσει -γιατί,απλώς, το νέο προϊόν δεν ήταν τόσο για κατανάλωση -όσο για εκμαυλισμό. Τα έντυπα αυτά θύμωσαν, γιατί

είχαν, πλέον, ανταγωνιστή στην προσπάθειά τους να σπάσουν το ηθικό των Νέων Ελλήνων...

Ηταν τότε (αν θυμάστε) που σχεδόν το ελληνικό τραγούδι «ετίναξε τα πέταλα» (κι'ό,τι έμεινε απ αυτό μύριζε θανατίλα _ ίσως δεν έχουν γραφτεί αρκετοί ύμνοι σε ορισμένα χαζοκόριτσα που μεταξύ τσιχλόφουσκας και νέας κόμμωσης, ψιθύριζαν το «τα κορίτσια τραγουδάνε μ'ένα μυστικό» -κι' ούτε έχει επιδώσει κανείς στην ...Αλέξια την τιμητική πλακέτα που της οφείλεται..)

Απ' όσα μπορούσαμε να καταλάβουμε τότε, εμείς οι κρυφακουστές της ξένης μουσικής,οι ξένοι καλλιτέχνες ταύτιζαν την επιτυχία με την οικονομική επιτυχία. Δεν επρόκειτο για δεξιοτέχνες -η μουσική είχε απλοποιηθεί, έτεινε στον μινιμαλισμό. Δεν επρόκειτο για διανοούμενους [ή .έστω, για φορείς κάποιας λαϊκής θυμοσοφίας]. Οι στίχοι των τραγουδιών ήταν αποσπάσματα από φράσεις, εικόνες ασύνδετες μεταξύ τους -έμοιαζαν με τα χαωτικά βίντεο κλίπ της εποχής.' Στόχος ήταν η εντύπωση -και όχι το μήνυμα.

Οι μουσικοί αυτοί επαγγέλονταν το τέλος τηςμουσικής. Ήταν φανερό ότι πίστευαν ,με μία «ιδεολογική» συνέπεια, ότι ο νέος ήχος ήταν ο «οριστικός» ήχος, ότι δεν θα γινόταν ποτέ «ρετρό». Φυσικά, είχαν άδικο. Πέντε σπς δέκα «ρετρό» επανεκδόσεις, σήμερα, αφορούν μουσικές συνθέσεις της δεκαετίας του '80 : Αυτό το «πάγωμα» του μουσικού χρόνου δεν επιτεύχθηκε τότε _ αλλά... μια δεκαετία μετά! Σήμερα, στα 2006, οι ήχοι που φθάνουν στ 'αυτιά μας, θα μπορούσαν ν α έχουν συντεθεί οποιαδήποτε στιγμή την τελευταία 15 ετία...

Αυτό που ήταν περίεργο [ή «περίεργο»], ήταν ότι και οι μουσικοί της παλαιότερης γενιάς έπαιζαν [ή προσπαθούσαν να παίξουν] το «νέο τροπάρι»...

Ορισμένοι «κατόρθωσαν» να μπουν έγκαιρα στο «παιχνίδι» -και να διεκδικήσουν ένα μέρος από τις δάφνες της νέας μουσικής. Ορισμένοι άλλοι, πιο δύσπιστοι ίσως, περίμεναν να δουν τις εξελίξεις, περίμεναν να «πειστούν» ,ώσιε να προσχωρήσουν στην νέα μουσική.

Αυτή είναι και η ιστορία του UNDER WRAPS και των Jethro Tull ,στα χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα.

Εάν πάμε εφτά χρόνια ακόμη πιο πίσω στην (βρεττανική, κυρίως) μουσική σκηνή, στα 1976- 1977, θα βρεθούμε μπροστά σ' ένα παράξενο φαινόμενο. Το «Αρτ - Ρόκ» έπνεε τα λοίσθια, οι βιρτουόζοι των κλειδοκύμβαλων και της ηλεκτρικής κιθάρας βαρέθηκαν τα περίπλοκα «σόλο» τους -και απλούστερα μουσικά είδη (το νιού-γουέϊβ και το πάνκ) έκαναν την εμφάνισή τους.Ένα από τα κορυφαία ,τότε, μουσικά σχήματα του «Αρτ» [και με τεράσπα δημοτικότητα στην Ελλάδα, όπως δείχνουν οι επιστολές των αναγνωστών στα μουσικά έντυπα], οι Τζέθρο Τάλλ, έκαναν το αδιανόητο.' Προσχώρησαν σε ένα νέο μουσικό είδος.

Με τα άλμπουμ τους "Songs from the Wood", "Heavy Horses" και «Stormwatch" [αλλά και αργότερα, στα άλμπουμ «Α», «Broadsword" "Rock Island» και "Christmass Album"],οι Τάλλ χρησιμοποίησαν τον ήχο της κέλτικης μπαλλάντας με λαούτα, της Γαλλιάρδας, της Τζίγκας, του χριστουγεννιάτικου εμβατήριου ,του ορχηστρικού μπαρόκ_ως ανπστοιξη σε μία μοντέρνα, επίκαιρη θεματολογία.' Ένα μέρος της παλιάς ευρωπαϊκής κουλτούρας βυθιζόταν σε έναν κόσμο δίχως αναφορές. Ένας νέος μεσαίωνας επί θύραις ["Dark Ages"], έβρισκε την Ευρώπη οργανωμένη σε επαρχίες δίχως κοινωνικό ή πολιτικό ιστό - και τις ιστορικές ευρωπαϊκές πόλεις ,απλές εργατουπόλεις που μετακένωναν τα απογεύματα τον πληθυσμό τους σε ασύνδετα οχυρά ,τα προάσπα ["Journeyman", "No Lullaby"]...

Τα νέα κοιτάσματα πετρελαίου στην βόρεια θάλασσα μετέθεταν την οικονομική κατάρρευση της Βρεττανίας για μερικές δεκαετίες ["Northern sea oil"] ,με την πυρηνική ενέργεια να περιμένει στην γωνιά ["Protect and Survive]-ενώ ένας πρώιμος οικολογικός «νεοπαγανισμός» [για τον οποίο κατηγορήθηκε (άδικα) και ο συνθέτης και στιχουργός των Τάλλ, ο ΊανΆντερσον], παρέπεμπε σε μια αποπροσανατολισμένη ανθρωπότητα ["Jack-in-the-green"]' Δίχως ημερολογιακό κύκλο και εορτολόγιο [ "Cup of Wonder", "Solstice bells"], δίχως την ιδιωματική τοπική γλώσσα ["Broadford Bazaar"], δίχως σχέσεις με την βασική παραγωγική διαδικασία [την

-ήπια καλλιέργεια -"Heavy Horses"], δίχως κάν παρατηρήσιμη εναλλαγή των εποχών ["March, the mad scientist'] _ ο άνθρωπος καταλήγει να μεγαλοποιεί τις αδύναμες σχέσεις του και τους δεσμούς του με την κοινωνία ("Velvet Green"] ,και δεν αντιλαμβάνεται τα πραγματικά μεγαλειώδη συμβάντα [όπως τον έρωτα["Hunting girl",II, όταν σκοντάφτει επάνω τους... Η κενή νοήματος πολιτική , δεν προτείνει ,πια, _απλώς διαχειρίζεται και συγκαλύπτει ["Clasp"]...

Αυτά τα ζητήματα πραγματευόταν τα τραγούδια των Τάλλ ,τα τελευταία χρόνια του'70 και τα πρώτα χρόνια του '80. Ο ίδιος οΊαν Αντερσον, η ηγετική τους φυσιογνωμία, λέει -με την αφορμή της επανέκδοσης του "Broadsword",άλμπουμ του 1982, το2004- ότι συνάντησε τεράστιες δυσκολίες να προωθήσει το καινούργιο τους, τότε, μουσικό έργο -αφού πολλά είχαν αλλάξει στην μουσική βιομηχανία και τα δίκτυα διανομής.. Οι εταιρείες δεν χρειαζόταν προβληματισμένες νεολαίες -χρειαζόταν αδίστακτους [«όλο καμάρι», που έλεγε και ο Τζίμης Πανούσης] καταναλωτές. Αρκετά χρόνια περίμεναν κι' αυτές να έρθει η κατάσταση ολοκληρωτικά στον έλεγχο τους...

Τότε ήταν που και οι Τάλλ βρέθηκαν στο χείλος της διάλυσης. Έχοντας, μόλις πριν λίγα χρόνια, απολύσει τον ενορχηστρωτή και τον πιανίστα τους (ενώ ο ντράμμερ τους είχε παραιτηθεί ,και ο μπασσίστας Τζον Γκλάσκοκ είχε πεθάνει από επιπλοκές που ακολούθησαν μία επέμβαση ανοιχτής καρδιάς) -και με αρκετά νέα μέλη στην σύνθεσή τους- έπρεπε να περάσουν σε μια νέα κατανομή ρόλων: Ο Αντερσον, που είχε αρχικά αναλάβει ο ίδιος τον ρόλο του ενορχηστρωτή, αποφάσισε να δώσει χώρο στον πιανίστα / οργανίστα Πήτερ Βετέζ, στον οποίο παραχώρησε το δικαίωμα να προσθέσει δικά του μουσικά τμήματα σπς συνθέσεις του. Ο κιθαρίστας Μάρτιν Μπαρή άφησε τον ρόλο του σολίστα -και «γέμισε» τις συνθέσεις με «αφανή» μέρη, ενώ ο μπασίστας Ντέϊβ Πέγκ «άπλωσε» τις χαμηλές νότες του στο υπόβαθρο ,για να μην «ανταγωνισθεί» τα πληθωρικά κλειδοκύμβαλα. Το φλάουτο του Αντερσον , χτυπητό και μεταλλικό, περιορίστηκε σε μικρές μουσικές φράσεις. Αν και προσλήφθηκε ένας νέος ντράμμερ για την περιοδεία του UNDER WRAPS, ο Αμερικανός Ντοέϊν Πέρρυ, ο Αντερσον αποφάσισε να «παίξει» ο ίδιος τύμπανα [μέσω προγράμματος υπολογιστή].

Οι φωτογραφίες του «σχήματος» των Τζέθρο Τάλλ ,το 1984, από τα εξώφυλλα των δίσκων και τις περιοδείες, δείχνουν δύο σαραντάρηδες κυρίους σε καλοφτιαγμένα κοστούμια - περιστοιχιζόμενους από τρείς νεότερους κυρίους ,με καλοσιδερωμένα πουκάμισα ή μπλούζες κολλεγίου.... Πραγματικά, η προσπάθεια να «πιάσουν» μια εικόνα στο πνεύμα του '80, προϊδέαζε για το εγχείρημαθα προσπαθούσαν, παράλληλα, να πείσουν τον κόσμο ότι βρίσκονταν για τα καλά στο πνεύμα των ημερών...

Πολύ αργότερα, οΊαν Αντερσον θα πεί«Οι περισσότεροι οπαδοί μας δεν προσαρμόσθηκαν στην ιδέα ότι ακουγόμασταν σαν μια διασταύρωση των Police και του Thomas Dolby. Η αλήθεια ,όμως, είναι ότι τα είχαμε καταφέρει καλά/Ισως όχι τόσο καλά όσο οι Police και ο Thomas Dolby -αλλά, πάντως, αρκετά καλά!» Ο ίδιος, είκοσι χρόνια μετά, έκρινε το εγχείρημα πετυχημένο «Πρέπει κανείς να αλλάζει τα σύνορα, στην αναζήτηση νέων μουσικών περιπετειών. Πρέπει να προχωρήσει μπροστά' και μετά, άς γυρίσει πίσω »

Εδώ, όμως, είναι το ζήτημα. Οι Τάλλ δεν γύρισαν ποτέ «πίσω». To UNDER WRAPS είναι ο τελευταίος τους δίσκος όπου κανείς μπορεί να παρακολουθήσει την ανάπτυξη μιας ιδέας σε διάφορα μουσικά σχήματα, σε «τραγούδια» -τα οποία δεν είναι «χορευτικά», ούτε είναι «μπαλλάντες με πολιτικό μήνυμα» _αλλά είναι αυτούσια κομμάτια της πραγματικότητας, μικροί «χάρτες» του κόσμου που τα περιβάλλει... Οα ξανάδιναν, στο μέλλον, δείγματα μουσικής γραφής που θα μας έκαναν πάλι να ονειρευτούμε -μόνο που ,μετά το '84, η γραφή αυτή γίνεται εκλεκτική, η πραγματικότητα κερμαπζεται, το μουσικό έργο δεν λειτουργεί ως «εγχειρίδιο»...

Ο Αντερσον προσπαθούσε να επαναλάβει, για τρίτη φορά, αυτό που έκανε το 1970 (και πέρασε από το «Μπλούζ'» στο «Άρτ») και το 1977 (και πέρασε από το «Άρτ» στο « Φόλκ»)'. Προσπαθούσε να βρει ένα«καινούργιο αγαπημένο του χρώμα» ["Play in time"]. Ανάμεσα σης αιτιάσεις των παλαιοροκάδων ότι ακολουθούσαν τον ηλεκτρονικό ήχο των Ultravox - και στην

αδιαφορία των νέων μουσικοκριτικών, οι Τάλλ έδωσαν το τελευταίο σημανττκό έργο του "προγκρεσιβ» -πριν ο όρος υιοθετηθεί από άλλα μουσικά ρεύματα...

Το άλμπουμ άνοιγε με τον «πυκνό», «δεμένο» ήχο του "Lap of Luxury" -οι στίχοι του οποίου κ οεπεμπαν στον ευδαιμονισμό και το εύκολο χρήμα -με νύξεις για τα οικονομικά αδιέξοδα του δυτικού κόσμου. Ακολουθούσε το (ομώνυμο του άλμπουμ) "Under Wraps", που πραγματευόταν -με διάσημους στίχους- την « πολιτική συγκάλυψη» ενός γεγονότος _που ,όμως, θα μπορούσε να είναι ο Έρωτας! Ο μηχανικός, «στατικός» ήχος του τραγουδιού βρίσκεται σε ανπσπξη με την λιτή μελωδία της δεύτερης του εκτέλεσης ,στο άλλο «ημισφαίριο» του άλμπουμ ("Under Wraps #2").

Αξίζει ίσως, να παρατηρήσουμε ότι η κιθάρα του Martin Barre παίζει, «πίσω» από τα πλήκτρα, ενα διαφορετικό, σχεδόν, κομμάτι!

Το τρίτο τραγούδι European Legacy") περιγράφει την μετανάστευση ενός λαού, από μια ηπειρωτική χώρα σε νησί (πιθανότατα, κάποιας λαότητας της Βρεττανίας) -και καταπιάνεται με Ιητήματα παράδοσης, κουλτούρας,ιστορικής μνήμης και συνείδησης

"...the faint reminders stand, visitors who took a hand a thousand years ago, or so stranded high and dry by tides washed up a new identity...."

0 αιθέριος ήχος θυμίζει μάλλον το "golden brown" των Stranglers_ αν και το «σκουλίκι» του ωφελιμισμού, παρόν στους στίχους, που δηλητηριάζει τον αυθεντικό έρωτα, μας υπενθυμίζει ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κομμάτι των Τάλλ (ο Άντερσον έχει δώσει δείγματα του κυνισμού του η δη στο προσωπικό του άλμπουμ "Walk into Light" ["Toad in the hole"]). Η ακουστική κιθάρα του Αντερσον "φέρνει» [σκόπιμα, ίσως!] στην «φάνκυ» κιθάρα ,του "Hyreraetive" του Thomas Dolby.

Πέντε χρόνια μετά, στο τραγούδι "Ears of Tin", ο Αντερσον θα ξαναθυμηθεί την εικόνα της μετανάστευσης _ με την μορφή της καρικατούρας, αυτήν την φορά, καθώς περιγράφει την μετακίνηση με υπερπόντιες γέφυρες και γαλαρίες -από (και προς) την βρεττανική ενδοχώρα και τους χώρους εργασίας.'

«people moving on an ocean groundswell of humanity..."

To τέταρτο τραγούδι ήταν το "Later, that same evening", και είχε για θέμα τα «παιχνίδια» της αντικατασκοπείας υπό το πρίσμα του έρωτα δύο αντιπάλων κατασκόπων. Και σήμερα ακόμη, το θεωρώ το τραγούδι εκείνο του οποίου η σύλληψη, η εκτέλεση και η ενορχήστρωση είναι τελείως καινούργια και πρωτοποριακά για το μουσικό μόρφωμα των Τάλλ. Μινιμαλισπκό .στοιχειώδες, μια μουσική κλίμακα που δεν αλλάζει νότες ,αλλά αρμονικές _είναι σχεδόν ένα παιδικό τραγούδι, μία αλφαβήτα που την πετύχαμε στο στάδιο της εκμάθησης. Είναι βέβαιο ότι το κομμάττ έχει για αφετηρία, ως μουσική και ως περιεχόμενο, το "One of our submarines" του Thomas Dolby, αυτό όμως δεν αλλάζει την αίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι καινούργιο, με κάτι στο στάδιο της δημιουργίας [το τραγούδι βρίσκεται και στην «ζωντανή» τους ηχογράφηση «Live at the Hammersmith Odeion" ]...

"Hard -it was hard to keep my mind On what she had to sell. And with all business done we took a cab Should it be her place or mine?"

To πέμπτο τραγούδι ("Saboteur") είναι ένα μανιφέστο.

«By now you must be worried, wondering who is me and what lies behind my art...

There's at least one of me inside your ranks

in your factory or schoolI

Ι anticipate a cleansing opportunity to take the horns by the bull"

Ο Άντε ρ σου διακηρύσσει ότι «δεν είναι σαμποτέρ», ότι ο ρόλος του είναι «διορθωτικός».

Το τραγούδι όμως, με έναν λάτιν [σχεδόν] ρυθμό, και με μια βροχή από ηλεκτρικούς ήχους, είναι το πιο θορυβώδες του δίσκου _και δείχνει να διαφωνεί με το πνεύμα των (στίχων..

Αυτό το «ατελέσφορο», όμως, είναι ένα στοιχείο στο πνεύμα των ημερών εκείνων.

Τα δύο «ρίφ» της ηλεκτρικής κιθάρας, στην εισαγωγή ,δεν είναι παρά μακρυνοί συγγενείς των «ρίφ» στην εισαγωγή του "Aqualung". Το ίδιο «εφφέ» θα επαναληφθεί τρία χρόνια μετά, το 1987, στο κομμάτι «RaisingSteam".

Το έκτο τραγούδι ,το "Radio Free Moscow", είναι μία σατυρική ματιά στο πνεύμα του ψυχρού πολέμου [άς μην ξεχνούμε ,η Σοβιεπκή'Ενωση ήταν ακόμη κραταιά] -και στον μανιχαϊσμό που προωθούσε τότε η πόπ κουλτούρα ,με τραγούδια του τύπου "Nikita" [του Elton John]

"Voice of America symbol of the free. Mine of disinformation pleading sympathy

Keep getting pictures from my radio (Free Moscow).

Ακολουθεί το "Astronomy", ένα τραγούδι συμβολισπκών αναφορών, με ευμνημόνευτο κεντρικό μουσικό θέμα_αλλά με χαλαρή, μόνο, σχέση με το αντικείμενο της Αστρονομίας. Δημιουργεί εντύπωση πώς, ενώ είναι από τα πιο αγαπημένα τους τραγούδια αυτού του μουσικού κύκλου [ το έπαιξαν σε νέα, «ζωντανή» εκτέλεση -που συμπεριλήφθηκε σε περιορισμένης κυκλοφορίας αντίτυπα της επανέκδοσης του "UNDER WRAPS", το2004\, δεν είχε εμφανισθεί [όπως και τα "Tundra", "Automotive Engineering" και "General Crossing"] στον δίσκο βινυλίου -αλλά (δυό απ'αυτά στηνκασσέτα -και τα τέσσερα μαζί) στο λιγότερο, τότε, εμπορικό CD. Αυτή η τακτική (της «πριμοδότησης» με επιπλέον τραγούδια όσων προτιμούσαν την νέα τεχνολογία), εφαρμόσθηκε από την Chrysalis Records και στην επόμενη δουλειά των Τάλλ, το [βραβευμένο με «Γκράμμυ»] "Crest of a Knave" του 1987. Οι Τάλλ γινόταν ένα όχημα (έστω, ένα πειραματόζωο) του μάρκετινγκ, σε μια προσπάθεια να πεισθεί το αγοραστικό κοινό να εγκαταλείψει το βινύλιο; Ίσως ο Αντερσον να είχε ήδη καταλάβει τα πλεονεκτήματα του νέου μέσου, του «κόμπακτ» [αυτό αφήνει να φανεί σήμερα, μιλώντας για τα «μπόνους» τραγούδια που συμπεριλαμβάνονται στις επανεκδόσεις των έργων των Τάλλ -τα οποία «δεν θα είχαν μπορέσει ποτέ να χωρέσουν στους δίσκους της εποχής»] -αλλά, μπορώ να το βεβαιώσω, μια πίκρα μας έμεινε τότε...

Το τραγούδι "Tundra", τόσο από την άποψη των στίχων -όσο και από την άποψη της μουσικής, είναι το τραγούδι που έρχεται κοντύτερα στο «Αρτ» της δεκαετίας του '70. Είναι ένα τραγούδι - εικόνα της Αρκτικής ερήμου, που στεγάζει μία γνωστή μας εμμονή του Αντερσον - εκείνην της «θεατρικής παράστασης της ζωής» ["Seating away (on the thin ice of the new day)", "Passion Play"]

"Rest my feet and contemplate the mystery that's haunting

the Siberian space

I begin to get the feeling Γ ve been on this stage before and Γ m the only player"

To "Nobody's Car" [μία «ζωντανή» του εκτέλεση θα βρείτε στην κασσετίνα "25 years of Jethro Tull (1993)"] που ακολουθεί, ξεκινά με ένα μουσικό θέμα -που αντιγράφει, σχεδόν αυτούσια, την εισαγωγή του "Owner of a lonely heart" των "Yes"! Οι ομοιότητες με το κομμάτι δεν περιορίζονται εδώ. Σχηματίζει κανείς την ιδέα, ότι οι στίχοι περιγράφουν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και πς σκηνές καταδίωξης που βρίσκονται στο εμπορικό «βίντεο-κλίπ» του τραγουδιού των "Yes":

"Black Volga following me Nobody's car

Mr No-one at the wheel of Nobody's car

Wet pavements, thin apartments quiet dissent from darkened doorways

I read this book before I even saw the film How did the ending go? (In tourist city)

It's a weird scenario. I've seen a thousand times before but only on my video."

θεωρώ ότι ο'Αντερσον σατιρίζει τους "Yes", που είχαν «προσχωρήσει» στον νέο ήχο λίγο νωρίτερα από τους Τάλλ, κλείνοντάς τους, παράλληλα, το μάτι. Οι «Γιές» είναι ένα συγκρότημα του «Αρτ», που ο ίδιος εκτιμούσε πάντοτε -όπως εκτιμούσε και τον τραγουδιστή τους, τον [συνονόματο του] Τζόν Αντερσον. θέλησε, πιστεύω, να τους πεί αυτό που ο ίδιος αισθανόταν -ότι ο πειραμαπσμός τους αυτός ήταν μετέωρος, ότι «δεν θα τους έβγαινε»... Κατ αυτόν τον τρόπο, πλήρωνε και ο ίδιος το αντίτιμο των δικών του πειραματισμών -και οι στίχοι του γίνονταν περισσότερο φορείς εικόνων, παρά μηνυμάτων.

Αυτό είναι φανερό στο επόμενο τραγούδι, το "Heat", που μιλά για έναν φυγάδα, που προσπαθεί συνεχώς να αναβάλει την σύλληψή του. Πρόκειται για το καλύτερα ενορχηστρωμένο τραγούδι του δίσκου [που βρίσκεται, «χαλαρά», στην τροχιά των «κεντρικών συνθέσεων που χαρακτηρίζουν ολόκληρο το έργο» και χαρακτηρίζουν πς προηγούμενες δουλειές τους]. Οι στίχοι δεν είναι διδακτικοί, ούτε παραπέμπουν σε κάποια ανιχνεύσιμη ιστορικότητα -απλώς αποδίδουν την ιλιγγιώδη απόδραση της τελευταίας σπγμής. Τα επιμέρους μουσικά θέματα των πλήκτρων, του μπάσσου -και οι δευτερεύοντες ήχοι και τα σφυρίγματα που συνοδεύουν το κεντρικό σόλο της κιθάρας- είναι η κατ εξοχήν κληρονομιά των Τάλλ στην μουσική σκηνή του 'SO ,και έχουν χρησιμοποιηθεί δεκάδες φορές από τους «ελεκτροπόπ» μουσικούς [δεν είναι τυχαίο ότι ο Πήτερ Βετέζ εργάσθηκε, αργότερα, με τους "Eurythmics"].

(...Ας μού επιτραπεί η επισήμανση ότι ένα μέρος από την ενορχήστρωση του κομματιού αυτού, χρησιμοποιήθηκε στο «Συρματόπλεγμα» του Γιώργου Αλκαίου! Όποιος δεν με πιστεύει, ας ακούσει (...αν έχει το κουράγιο..) προσεκπκά τα δύο κομμάτια ξανά...]

Για το "Under Wraps #2", που ακολουθεί, μιλήσαμε ήδη. Ο'Αντερσον, ακόμη και σε χρόνους κατά τους οποίους απεκήρυσσε δημόσια το άλμπουμ, περιελάμβανε το κομμάτι αυτό

erne συναυλίες των Τάλλ (δες το «ζωντανό» "A little light music", του 1992) και σης συλλογές ~ouc (δες το "20 years of Jethro Tull", του 1988). Ακόμη και εκείνοι που ήταν επιφυλακπκοί με το «νεο ήχο» τους, δέχπικαν αυτό το μικρό, περίεργο κομμάτι, στο οποίο χρησιμοποιήθηκε μόνο το μπασσο και η ακουστική κιθάρα..

Το τραγούδι "Paparazzi" πραγματεύεται πς άκαρπες προσπάθειες ενός φωτογράφου διασημοτήτων, που κυκλοφορεί στα «τράνζιτ» των αεροδρομίων [δες, ως ένα παράλληλο, και το "Different Germany" -στο"Walk into light" του 1983]. Οι χώροι αυτοί [όπως ακριβώς οι αποβαθρες των τραίνων] είναι χώροι της Αντερσονικής τοπογραφίας -και πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη των εμμονών του

"Next to the transit lounge see the Paparazzi tears No-one came in today

from Boston or Tangiers.

And in departures only faceless trippers trip, loaded with duty-free held in white knukle grip."

To 'Apogee" είναι ένα τραγούδι -καμβάς για διαστημικούς ήχους [όπως μάθαμε, χρόνια μετά. κατά την διάρκεια των παραστάσεων της περιοδείας του 1984, ημίγυμνες χορεύτριες και αστροναύτες περπατούσαν επί σκηνής] - και σχολιάζει, βέβαια, το "Walking on the moon" των Police. To τραγούδι είναι, εν μέρει, πρόζα -και είναι δύσκολο να διακρίνεις τα όρια του αυτοέπαινου από εκείνα του αυτοσαρκασμού.'

«See Tennyson and Wordsworth there waiting for me in the cold, thin air".

To "Automotive Engineering" _με τον «βιομηχανικό» του ήχο_ ακούγεται ως απάντηση, πέντε χρόνια μετά, στο "Fallen in these hard times" και στο "Norther n sea oil" [που μιλούσαν για την ενεργειακή κρίση του '70]. Η απάντηση ,όμως, δεν είναι εκείνη ενός διανοούμενου -είναι η απάντηση ενός ενεργούμενου, ενός θύματος της κατάστασης. Πρόκειται για μια εικόνα ζόφου

"In the hands of science the complete alliance

We're moved to motor We're moved to motor

When big was better and fast was chic, the oil was cheaper now we're up the creek. But the Japs are coming and everyone's turbo'd and carbon fibre is the way to go, go."

Με έναν ακόμη «καμβά» ηλεκτρικών ήχων, το "General Crossing" (ένα κομμάτι για έναν στρατηγό που αυτομολεί στο «Ανατολικό» στρατόπεδο), κλείνει το άλμπουμ αυτό. Πειραματισμός, σε μια εποχή δραματικών αλλαγών στην μουσική σκηνή και στην κοινωνία; Βιαστική προσπάθεια ανεύρεσης μιας νέας μουσικής ταυτότητας;

Τίποτε απ' όλ' αυτά. Ο 'Αντερσον είπε πρόσφατα ότι ,τότε ακριβώς που η φωνή του είχε φθάσει στην ακμή της - η λαρυγνίπδα και οι πληγωμένες του φωνητικές χορδές δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει την περιοδεία του UNDER WRAPS. Ακόμη, συμπλήρωσε ότι «θα ήθελε, κάποτε που θα είχε χρόνο και όρεξη, να ξαναηχογραφήσει το «Άντερ Ράπς» με αληθινά τύμπανα και λιγότερο ξεπερασμένους ήχους πλήκτρων». Εγώ θα πρόσθετα, ότι με λίγο τολμηρότερους στίχους και λίγη περισσότερη διάθεση για κοινωνική κριτική, η (μουσική) δεκαετία του '80 θα είχε, σήμερα, ένα έργο αναφοράς....

....Αλλά, από την άλλη μεριά, τι ήταν πλήρες σε εκείνη την δεκαετία;


***************************************************